- πολύκρωζος
- πολύ-κρωζος, ον, ([etym.] κρώζω)A much-croaking, v.l. in Opp.C.3.117.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύκρωζος — ον, Α αυτός που κρώζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρωζος (< κρώζω)] … Dictionary of Greek